Το 1805 στο Συρράκο Ιωαννίνων γεννήθηκε ο Γεώργιος Ζαλοκώστας, γιος του Εμπόρου Χριστόδουλου Ζαλοκώστα. Τότε, η τυραννία του Αλή Πασά του Τεπελενλή ήταν περίφημη σε ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου. Ο Χριστόδουλος Ζαλοκώστας, άντρας περήφανος και αξιοπρεπής, δεν άντεχε να βλέπει την οικογένειά του, και ιδιαίτερα τον μικρό Γιώργο να μεγαλώνει μέσα στην σκλαβιά των τουρκαλβανών κατακτητών. Η ψυχή του ήταν πολύ ελεύθερη για να αντέξει το βάρος της σκλαβιάς και ό,τι συνεπάγονταν με αυτήν. Μητέρα του ήταν η Αικατερίνη Ζαλοκώστα και είχε τέσσερα αδέλφια. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν ο Δημήτρης, ο άλλος ήταν ο Σπύρος, ενώ είχε και δύο αδελφές, την Μαρία και την Ελένη.
Ο Αλής βλέποντας τον μεγάλο πλούτο που αποκτούσε ο Χριστόδουλος και επιθυμώντας να τον κάνει δικό του, τον φορολογούσε όλο και πιο πολύ. Φοβούμενος για την ζωή του και των δύο μεγαλύτερων υιών του, πήρε την απόφαση με μεγάλη οδύνη στα 1814 να ξενιτευτεί, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι Ηπειρώτες πριν από αυτόν. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισε να φύγει από την αγαπημένη του πατρίδα και να μεταναστεύσει στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Λιβόρνο. Εκεί ο μικρός Γιώργος σπούδασε Ελληνική και Ιταλική Φιλολογία και φάνηκαν οι πρώτες καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές τάσεις του στην ζωγραφική και στην ποίηση αντίστοιχα.
Στα 1821, όταν ο Γεώργιος αποφάσισε να σπουδάσει Νομική στην Πίζα, ξέσπασε η επανάσταση των Ελλήνων κατά της τουρκικής τυραννίας. Αυτό ήταν! Ο Γεώργιος δεν ήθελε και πολλά! Επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο που βρήκε στην Μασσαλία με προορισμό τα άγια χώματα της Ελλάδας. Μαζί του ήταν ο πατέρας του, ο Δημήτρης, όπως επίσης και ο Πολυζωίδης (ο μετέπειτα δικαστής στην δίκη του Κολοκοτρώνη που τον αθώωωσε), ο Σέκερης, ο γνωστός Αλ. Μαυροκορδάτος, καθώς και πολλοί Ιταλοί και Γάλλοι φιλέλληνες αξιωματικοί. Στο Μεσολόγγι έφτασαν στις 21 Ιουλίου του 1821. Ο Γεώργιος τότε ήταν μόλις 17 χρονών όταν πάτησε στα σεπτά χώματα της πατρίδας.
Εκτός από πνευματικός άνθρωπος που ήξερε να χειρίζεται την πένα, έμαθε στην Ελλάδα να χειρίζεται εξίσου καλά και το καριοφύλι. Έλαβε μέρος σε πληθώρα μαχών χτυπώντας τους τυράννους. Η γεννέτηρά του, το Συρράκο κάηκε από τα στρατεύματα των τούρκων και με αγωνία, ο Γεώργιος, περίμενε να μάθει τα νέα των δικών του. Ευτυχώς οι δικοί του ήταν καλά και συναντήθηκε με την μητέρα του και τα άλλα αδέλφια του στον Πύργο της Ηλείας. Δυστυχώς όμως, οι στιγμές της αντάμωσης δεν κράτησαν πολύ, μιας και τον επόμενο χρόνο το 1822 πέθαναν την ίδια μέρα ο πατέρας και η μητέρα του. Ο πόνος από τον χαμός τους ήταν αβάσταχτος. Ένα χρόνο αργότερα στα 1823 πέθανε και ο μεγαλύτερος αδελφός του Δημήτρης.
Ο Γεώργιος γνώρισε τον Αναγνώστη Παπασταθόπουλο, ένα αγνό πατριώτη οπλαρχηγό και μπήκε στην ομάδα του. Πήρε μέρος σε όλες τι μάχες που έδωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, πολέμησε εναντίον των τουρκοαιγυπττιακών ορδών του Ιμπραήμ που πυρπολούσαν την Πελοπόννησο. Έλαβε επίσης μέρος στις μάχες στα Μαγούλιανα, στην Αλωνίσταινα και στο Ισάρι. Ήταν ένας από τους «ελεύθερους πολιορκημένους» στην δεύτερη πολιορκία της Ιερής Πόλεως του Μεσολογγίου το 1826 από τον Ιμπραήμ, όντας από τους λίγους που διασώθηκαν κατά την ηρωική έξοδο από την πολιορκημένη πόλη.
Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στον νεότευκτο Ελληνικό Στρατό, στην οικονομική υπηρεσία. ‘Ομως ο Γεώργιος ήταν εχθρός των βαυαρών του Όθωνα και δεν έχανε την ευκαιρία να τους το δείχνει, κι έτσι έπεσε σε δυσμένεια και παρ’ όλα τα προσόντα του δεν προήχθη.
Το 1840 σε ηλικία 35 ετών παντρεύτηκε την Αικατερίνη Παπανικόλα από το Συρράκο, έκανε μαζί της 9 παιδια, που δυστυχώς γι’ αυτόν τα 7 πέθαναν σε νηπιακή η πολύ νεαρή ηλικία, γεμίζοντάς τον με ανείπωτη θλίψη που επηρέασε την ποιητική του δημιουργία.
Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα που έγραψε για τον χαμό των παιδιών του ήταν «ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει». Τα δύο από τα παιδιά που γλύτωσαν ήταν ο Χρήστος και η Βικτώρια. Πολλά από τα ποιήματά του ήταν αφιερωμένα στην Ελληνική Επανάσταση και στους ήρωες που πολέμησαν για την πατρίδα ανυστερόβουλα. Μερικά από αυτά τα ποιήματα ήταν «Το χάνι της Γραβιάς» του 1847, «ο Βότσαρης» του 1850, «το Μεσολόγγιον» του 1851, «Αρματολοί και κλέπται», «Το σπαθί και η κορώνα», «Του γερο-Μύρτου», «αι σκιαί του Φαλήρου», «η μάχη του Σαβελάκου», «χαροκαμένη», «εις το φεγγάρι». Στην αρχαΐζουσα καθαρεύουσα έγραψε τα επικά του ποιήματα που αφορούσαν τους αγώνες της φυλής, στην δημοτική έγραψε τα λυρικά ποιήματα για τον θάνατο, την φύση και τον έρωτα. Από πολύ νωρίς εκτιμήθηκε το έργο του από τους λόγιους κύκλους της εποχής, όπως και από τον απλό λαό, φθάνοντας ένα ποίημά του «το φίλημα» να γίνει δημοτικό παραδοσιακό τραγούδι.
Το 1851 πήρε το πρώτο βραβείο στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό για το ποίημά του «Το Μεσολλόγιον», όπου το βραβείο το πήρε από τον βασιλιά Όθωνα. Αργότερα βραβεύτηκε και για τις ποιητικές συλλογές του: «Αρματωλοί και κλέφται» και «Ώραι Σχολής».
Δυστυχώς το έργο του λησμονήθηκε από τους μεταγενέστερους αν και ήταν αξιόλογο, ειδικά τα πατριωτικά του ποιήματα.
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας πέθανε το 1858 σε ηλικία 53 ετών, τα άπαντά του εκδόθηκαν έναν χρόνο μετά τον θάνατο του.
Στην εποχή του Γεώργιου Ζαλοκώστα οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών ήταν πρώτα Έλληνες και μετά όλα τα άλλα σε αντιδιαστολή με σήμερα που πρώτα είσαι μισέλληνας και μετά δημιουργός.
Ο αγωνιστής του 1821 και ποιητής