Ο Ελληνικός Στρατός, μετά την επιτυχή ηρωική απόκρουση της σφοδρής αιφνιδιαστικής ιταλικής επιθέσεως, από τις 28 Οκτωβρίου μέχρις τις 13 Νοεμβρίου 1940, ανέλαβε από την επομένη μέρα μιαν ευρυτάτη αντεπιθετική ενέργεια με σκοπό την πλήρη απώθηση του Ιταλού εισβολέως πέραν των συνόρων και την περαιτέρω προέλαση μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος. Οι επιχειρήσεις που επακολούθησαν, είχαν απολύτως ευνοϊκή εξέλιξη και έως τα μέσα Δεκεμβρίου τα ελληνικά τμήματα διεισέσδυσαν βαθέως μέσα στην Βόρειο Ήπειρο.
Το Α΄ Σώμα Στρατού, ενεργώντας στο νότιο τομέα προς Αργυρόκαστρο – Τεπελένι, κατέλαβε στις 6 και 8 Δεκεμβρίου τους Αγίους Σαράντα και το Αργυρόκαστρο αντίστοιχα. Οι Ιταλοί κατά την υποχώρησή τους, εγκατέλειψαν υπεράφθονο πολεμικό υλικό, ενώ οι κάτοικοι των ανωτέρω πόλεων υπεδέχθησαν περιχαρείς τα ελληνικά τμήματα ως απελευθερωτές, με σημαιοστολισμούς και πανηγυρικές εκδηλώσεις.
Μετά την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940, του Λουκόβου στις 7 και του Πικέρασι (Πικέρνι) στις 8 του ιδίου μηνός, η ΙΙΙ Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού κινήθηκε βόρεια και στις 13 Δεκεμβρίου είχε φθάσει δυτικά και βορειοδυτικά του Μπόρσι, στην εξαιρετικώς οχυρωμένη γραμμή, ύψωμα 613 – Μάλι ε Κηπαρόιτ – Μάλι ε Τζόρετ – αυχένας Κούτσι – Μάλι Ιτέρας, την οποίαν υπερήσπιζε η ιταλική μεραρχία Σιένα.
Το απόσπασμα Τσακαλώτου προώθησε το Ι/42 τάγμα στην περιοχή Φτέρα – Τζόρα για να αντικαταστήσει την Α΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως, το δε ΙΙ/40 στον ορεινό όγκο Μάλι Ιτέρας για να εκβιάσει δι’ υπερκεράσεως τον αυχένα Κούτσι, με κατάληψη του όγκου της Παπαθιάς.
Στις 12 Δεκεμβρίου το Α΄ Σώμα Στρατού, έχον υπό τις διαταγές του τις ΙΙ, ΙΙΙ και IV Μεραρχίες, διετάχθη να συνεχίσει προς Βορράν για την κατάληψη και εξασφάλιση του κόμβου Τεπελενίου, επιδιώκον ταυτοχρόνως την διάνοιξη της κοιλάδος του ποταμού Σιούσιτσα. Η τελευταία αυτή αποστολή ανετέθη από το Α’ Σώμα στην ΙΙΙ Μεραρχία, η οποία ήρχισε την δυσχερεστάτη επιθετική της προσπάθεια στις 15 Δεκεμβρίου. Παρά την σημαντική υποστήριξη του πυροβολικού, τα τμήματά μας εκινήθησαν με μεγάλη βραδύτητα και με πολλές απώλειες εξ αιτίας της σφοδράς εχθρικής αντιδράσεως και του μείζονος ύψους του χιονιού.
Την 15ην Δεκεμβρίου οι πρώτες επιθέσεις του 12ου Συντάγματος Πεζικού κατά των υψωμάτων του Κηπαρού απέτυχαν.
Το ύψωμα 613 κατελήφθη τελικώς, εν μέσω σφοδράς χιονοθυέλλης και μετά πολύνεκρο εκ του συστάδην αγώνα, στις 17 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα ο εχθρός να εγκαταλείψει και το βορειότερον κείμενο Μάλι Βάριτ. Στις 19 Δεκεμβρίου κατελήφθησαν, με βαριές απώλειες, από το 6ο Σύνταγμα Πεζικού το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκιάμι (βορείως του Πανόρμου) και το ύψωμα Τσίπι (βορείως του Πύλιουρι). Ανατολικότερον κατελήφθη από το απόσπασμα Τσακαλώτου το ισχυρώς οργανωμένο ύψωμα Μάλι ε Τζόρετ και ο αυχένας Κούτσι μετά από τριήμερο συνεχή ανηλεή αγώνα που απέφερε στη σημαία του 4ου Συντάγματος Πεζικού το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
Επλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1940 και ο Ελληνικός Στρατός στην παράλιο ζώνη του μετώπου εφαίνετο πως είχε καθηλωθεί στο μουσουλμανικό χωριό Μπόρσι, λίγα χιλιόμετρα προ της Χειμάρας. Οι Ιταλοί είχαν οχυρώσει και είχαν καταστήσει σχεδόν απόρθητο το υπερκείμενο του χωρίου Κηπαρό βουνό. Ο ορεινός αυτός όγκος έστεκε ωσάν αληθές ανυπέρβλητον τείχος εμπρός στις ελληνικές δυνάμεις και απηγόρευε την προέλασή τους.
Οι ελληνικές επιθέσεις είχαν αποβεί άκαρπες. Τα Ιταλικά πολυβόλα χάρη στην ευνοϊκή θέση που κατείχαν, εθέριζαν τα πάντα εμπρός τους. Τότε επαρουσίασαν στον Διοικητή μια λεβέντισσα Κηπαριώτισσα Ελληνίδα, που είχεν έλθει κρυφίως από το Κηπαρό και επιζητούσε να τον ιδεί. «Μπορώ να σας περάσω από ένα μονοπάτι πίσω από τις γραμμές των Ιταλών» του είπε. Ο διοικητής την εκοίταξε στην αρχή με καχυποψία, σκεπτόμενος την παγίδα. Όμως εν τέλει την ενεπιστεύθη.
Διέταξε τότε μια διμοιρία να ετοιμασθεί και όταν επέλθει το σκότος να ακολουθήσει την γυναίκα. Στην αρχήν οι στρατιώτες με την προπορευομένη γυναίκα, κατευθύνθηκαν μέσω πυκνού ελαιώνος προς την παραλία, όπου η απόκρημνος ακτογραμμή εμπόδιζε την ορατότητα των Ιταλών. Έτσι βαδίζοντες παραλιακώς, ακροβολιζόμενοι συνεχώς από το Πρωτοπάπι του Κηπαρού, έφθασαν σε ένα σημείο από όπου εξεκίνησαν την ανάβαση μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμή έφθασαν ακριβώς οπίσω από τις γραμμές των Ιταλών. Μέσα στην σιωπή της νύχτας, οι Ιταλοί ακούν αιφνιδίως μεταλλικούς κρότους οπίσω από την πλάτη τους. Ήσαν οι ελληνικές ξιφολόγχες που ετοποθετούντο «εφ όπλου». Αμέσως, πριν προλάβουν να αντιδράσουν ακούν και την ουρανομήκη ιαχή «Αέρα» και τους πρώτους πυροβολισμούς. Έντρομοι εσήκωσαν τα χέρια ψηλά, κάποιοι μάλιστα έπεσαν στα γόνατα και ικέτευσαν για την ζωή τους. Έτσι κατέρρευσεν η γραμμή αμύνης των Ιταλών και διενοίγη ο δρόμος για την Χειμάρα. Η ατρόμητη Κηπαριώτισσα Ελληνίς ονομάζετο Αναστασία Σάββα. Έως τώρα μάλιστα ζουν τα εγγόνια της στο Κηπαρό και ενίοτε αφηγούνται την ηρωική πράξη της γιαγιάς τους. Το 6ον Σύνταγμα που ήλεγχε τις ανατολικές προσβάσεις του ορεινού όγκου του Κηπαρού («Μάλι Κηπαρόιτ») πριν προχωρήσει προς την Χειμάρα έταξε ένα Τάγμα του στο ύψωμα Τσίπι, ώστε να ελέγχει την οδόν προς Πύλιουρι, ενώ το δεύτερο Τάγμα του εβάδισε προς απελευθέρωση του χωριού.
Το ΙΙ/6 Τάγμα διετάχθη, αφού κινηθεί από το ύψωμα Μάλι Βάριτ στο χωρίον Πύλιουρι κατά μήκος της κορυφογραμμής, να το καταλάβει με σκοπόν την απαγόρευση της διαβάσεως από Κούτσι προς Χειμάρα. Δεν ημπόρεσεν όμως να προωθηθεί σε αρκετό βάθος, εξ αιτίας της μεγάλης και συνεχούς δραστηριότητος της εχθρικής αεροπορίας. Το απόγευμα της 21ης Δεκεμβρίου, κατελήφθη ο αυχένας, δύο χιλιόμετρα νοτίως του Τσίπι, από τον οποίον διέρχεται ο δρόμος προς την Χειμάρα. Ύστερα από αυτό οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την πόλη της Χειμάρας, στην οποίαν και εισήλθαν τα ελληνικά τμήματα (6ον Σύνταγμα Πεζικού) στις πρωινές ώρες, της 22ας Δεκεμβρίου. Πλήθος αιχμαλώτων (ανάμεσα τους δύο αντισυνταγματάρχες) και άφθονο υλικό περιήλθε στα ελληνικά χέρια αν και οι Ιταλοί είχαν καταστρέψει φεύγοντες ότι ημπορούσαν.
Την νύχτα του Σαββάτου 22 Δεκεμβρίου 1940, τα ελληνικά τμήματα εισήλθαν νικηφόρα στο «κάστρο του Ελληνισμού της Ηπείρου», στην αδούλωτη Χειμάρα και επροχώρησαν προς το Σκουταρά, όπου οι Ιταλοί θα προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Σημειωτέον ότι ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Χειμάρα με οδηγούς πολλούς εντόπιους Έλληνες : Θανάσης Κούστας, Αντώνης Κοκκαβέσης, Σάββας Πρίφτης, Πολυμέρης Κολιάκης, Π. Μπολάνος, Ν. Μπελέρης, Γ. Δημογιάννης, Σ. Λυκόκας, Γ. Μπρίγκος, Γ. Δήμας, Δ. Ζώτος, Ν. Ντούκος, Γρ. Πρίφτης, Π. Γκόρος κ.α. Παραλλήλως Χειμαριώτες πήραν τα όπλα και ενίσχυσαν δυναμικά τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις.
Την Κυριακή το πρωί, μετά την πρώτη δοξολογία στην παλιά μονή του Αγίου Κοσμά, Λαός και Στρατός έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» στους Άγιους Πάντες (και ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων). Ένας μεγάλος χορός συνεχώνεψε εντόπιους και ελευθερωτές Έλληνες. Ο Ελληνικός Στρατός εγνώρισε αποθεωτική υποδοχή. Οι γαλανόλευκες βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, ο κόσμος ξεχύθηκε για να αγκαλιάσει τους στρατιώτες και για τα τους προσφέρει ότι μπορούσε. Τα Χριστούγεννα του 1940 έμειναν αξέχαστα στους Χειμαρριώτες και σε όλον τον ρωμαλέο Ελληνισμό της περιόδου !
Η Χειμάρα, κύρια κωμόπολη της ελληνικοτάτης περιοχής της Βορείου Ηπείρου, ανάμεσα στα Ακροκεραύνια όρη και στο Ιόνιο Πέλαγος, είχεν απελευθερωθεί για τρίτη φορά (!) από την αλβανική και τώρα από την ιταλική κατοχή. Οι δύο προηγούμενες φορές ήταν τον Νοέμβριο του 1912 και τον Οκτώβριο του 1914.