Φύση και Ελληνικός Τρόπος Σκέψης
Κάθε σημείο της Ελληνικής Γης αποτέλεσε κατά την διάρκεια της μακραίωνης Ιστορίας του Έθνους μας το σκηνικό μιας θεογονίας, μιας ηρωικής πράξης, μιας τιτανικής σύγκρουσης, ενός έρωτα θεϊκού, ενός κατορθώματος ημίθεου ή μιας αποθεωτικής ανύψωσης θνητού. Είναι οι ίδιοι οι αιώνιοι ποιητές και συγγραφείς της Πατρίδας μας που άφησαν ανεξίτηλο χάραγμα με τα έργα τους, με ύμνους στην Ελληνική φύση. Η περιγραφή της με τρόπο που ξεπερνά σε ομορφιά κάθε τι το συνηθισμένο, απογειώνει την ωραιότητα στα απρόσιτα ύψη των καθαρών ιδεών.
Η απόδοση Τιμών στο Ελληνικό τοπίο και στις θείες εκφάνσεις της συμπαντικής τάξης, όπως εκφράζεται και από το στοιχείο μύησης στην αισθητική και το πνεύμα του Βουνού, αποτελεί αναντικατάστατο συστατικό του Δράματος, της Ποίησης, της Φιλοσοφίας, της ανατροφής της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων.
Αυτή η ουσιώδης εισαγωγή στην Ιδεολογία και την Στάση Ζωής που γεννά η Φυσιογνωσία καταδεικνύει την χαώδη απόσταση που χωρίζει τις εποχές της αρμονίας και της ουσιαστικής ένδειξης σεβασμού προς το περιβάλλον με την τρέχουσα αντίληψη της θέασης της Φύσης ως ένα «εργαλείο» εξυπηρέτησης υλικών σκοπιμοτήτων.
Για τον Ελληνικό Τρόπο Σκέψης η Φύση δεν αποτελεί κάτι το «νεκρό», ένα άθροισμα ύλης που απλά υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Η Χλωρίδα και η Πανίδα και άπαντα τα στοιχεία της Φύσης αποτελούν εκδηλώσεις του Θείου, κομμάτια από την σάρκα και το πνεύμα του και γι’ αυτό θα έπρεπε όλα να αντιμετωπίζονται με την δέουσα ευλάβεια. Επομένως, η έννοια του Κάλλους είναι ταυτισμένη με την αίσθηση που εκπέμπει τόσο η Ελληνική Τέχνη, όσο και η «αρχιτεκτονική» της Φύσης.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρόγονοί μας δεν διεκπεραίωναν την ζωή τους, αναμένοντας να «περάσει» λες κι επρόκειτο για αγγαρεία. Αντιθέτως, την ομόρφαιναν και την ωραιοποιούσαν βάζοντας το Θείο και το Ιερό στην καθημερινή εμπειρία τους, η οποία ήταν ένα με την Φύση που τους περιέβαλλε. Όπως πίσω από κάθε Μύθο και Σύμβολο, έτσι και πίσω από την έννοια του Βουνού υπάρχει ένα πνεύμα, το οποίο μπορεί να έρθει ξανά στο προσκήνιο, εκφραζόμενο με νέους τρόπους και ανάλογες δράσεις.
Έχοντας υπ’ όψιν όλες αυτές τις βαθιές αισθήσεις, που υπάρχουν στις ρίζες των εξιστορήσεων των μύθων και των παραδόσεων γύρω από το Όρος και το περιεχόμενό του, ας ελπίσουμε και κυρίως ας αγωνιστούμε, ώστε ενάντια σε μια διαδικασία ανίερης βεβήλωσης της έννοιας του Βουνού, να μπορέσει να εξέλθει η αφύπνιση και η φώτιση μέσα από την ορεινή πνευματική αναβάπτιση.
Όσοι έχουν παγιδευτεί σ’ ένα μπερδεμένο «πεδινό» μονοπάτι, το οποίο «κληρονόμησαν» από την φτηνή καθημερινότητα της εμπορικής και μηχανικής ζωής των πόλεων, ας οδηγηθούν από το ένστικτό τους στην ανάβαση και την υπέρβαση των τεχνητών ορίων και εμποδίων. Να πορευθούν, να σκαρφαλώσουν, να αναρριχηθούν στις κορυφές των Βουνών, αγγίζοντας τον ουρανό, γνωρίζοντας ότι εισερχόμενοι στην βουνοπλαγιά αφουγκράζονται το κάλεσμα στο Μεγαλείο, που οι άλλοι δεν μπορούν να ακούσουν.
Aπόσπασμα από το κείμενο «Το Βουνό στην Ελληνική Αντίληψη» που συμπεριλαμβάνεται στο 13ο τεύχος της Ιδεολογικής επιθεώρησης «ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ».